γραῖος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
(6_4)
(3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γραῖος''': α,ον, συνῃρ.ἀντὶ τοῦ [[γεραιός]] , θηλ. γραίᾱ Θεόκρ.7.126· σταφυλὴ γραίῃ , [[σταφίς]],Ἀνθ. Π. 6.231. Ἄλλως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἰων. τύπῳ γρήϊος Καλλ. παρὰ τῷ Χοιροβ.·- τὸ θηλ. [[γραῖα]] (ὡς ὁ [[τόνος]] δεικνύει) δὲν ἀνήκει [[ἐνταῦθα]], δύναται [[ὅμως]] νὰ ἀνήκῃ [[ἐνταῦθα]] τὸ Ὁμηρ. γραίη.
|lstext='''γραῖος''': α,ον, συνῃρ.ἀντὶ τοῦ [[γεραιός]] , θηλ. γραίᾱ Θεόκρ.7.126· σταφυλὴ γραίῃ , [[σταφίς]],Ἀνθ. Π. 6.231. Ἄλλως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἰων. τύπῳ γρήϊος Καλλ. παρὰ τῷ Χοιροβ.·- τὸ θηλ. [[γραῖα]] (ὡς ὁ [[τόνος]] δεικνύει) δὲν ἀνήκει [[ἐνταῦθα]], δύναται [[ὅμως]] νὰ ἀνήκῃ [[ἐνταῦθα]] τὸ Ὁμηρ. γραίη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γραῖος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί [[γεραιός]]· <i>σταφυλὴ [[γραίη]]</i>, [[σταφίδα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 503] (für γεραιός), ion. γρήϊος, alt; γρήϊον εἶδος Call. frg.; sonst nur fem. (vgl. γραῖα); σταφυλὴ γραίη, Rosine, Philp. 10 (VI, 231); von Sachen, Theocr. 15, 19; vgl. Rhian. bei Stob. fl. 4, 34 (V. 19); ἄλλοτε μὲν γραίῃσι νεωτέρη, ἄλλοτε δ' αὖτε ὁπλοτέρῃσι γρηῦς ἐφίσταται ἀμπλακίῃσιν.

Greek (Liddell-Scott)

γραῖος: α,ον, συνῃρ.ἀντὶ τοῦ γεραιός , θηλ. γραίᾱ Θεόκρ.7.126· σταφυλὴ γραίῃ , σταφίς,Ἀνθ. Π. 6.231. Ἄλλως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἰων. τύπῳ γρήϊος Καλλ. παρὰ τῷ Χοιροβ.·- τὸ θηλ. γραῖα (ὡς ὁ τόνος δεικνύει) δὲν ἀνήκει ἐνταῦθα, δύναται ὅμως νὰ ἀνήκῃ ἐνταῦθα τὸ Ὁμηρ. γραίη.

Greek Monotonic

γραῖος: -α, -ον, συνηρ. αντί γεραιός· σταφυλὴ γραίη, σταφίδα, σε Ανθ.