γύννις: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γύννις]] (-ιδος), ο (Α)<br />[[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γυν</i>-, [[γυνή]], με εκφραστικό, υποκοριστικό διπλασιασμό]. | |mltxt=[[γύννις]] (-ιδος), ο (Α)<br />[[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γυν</i>-, [[γυνή]], με εκφραστικό, υποκοριστικό διπλασιασμό]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γύννις:''' -ιδος, ὁ ([[γυνή]]), [[θηλυπρεπής]] άντρας, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ὁ,
A a womanish man, ποδαπὸς ὁ γ.; of Bacchus, A.Fr. 61, cf. Theoc.22.69 (s.v.l.), Ael.VH12.12, Lib.Or.64.49. 2 = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46,47.
German (Pape)
[Seite 512] ιδος, ὁ, Weichling, Ar. Th. 136; vgl. Ath. X, 435 c; Theocr. 22, 69; Ael. V. H. 12, 12; auch γὐνις geschrieben, B. A. 11; vgl. γιννός.
Greek (Liddell-Scott)
γύννις: -ιδος, ὁ, γυναικώδης ἀνήρ, ποδαπὸς ὁ γύννις, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 56) παρ᾿ Ἀριστοφ. Θεσμ. 136, πρβλ. Θεόκρ. 22. 69, Αἰλ. II. Ἱστ. 12. 12. [ῠ].
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ) :
homme efféminé.
Étymologie: γυνή.
Spanish (DGE)
-ιδος, ὁ
• Alolema(s): γύνις Thphr.Fr.147
• Morfología: [sg. ac. γύννιν D.C.59.29.2, Eust.380.11]
1 hombre afeminado, marica ποδαπὸς ὁ γ.; Ar.Th.136 (= A.Fr.61.1), οὐ γ. ... ὁ πύκτης del forzudo Amico, Theoc.22.69, de Alejandro εὐλαβοῦντο γὰρ μὴ γ. εἴη Thphr.l.c. (= Hieronym.Phil.38), δειλός τε οὕτω καὶ γ. ὤν D.C.46.22.3, ἄνανδρος ... καὶ γ. Ael.VH 12.12, cf. D.C.59.29.2, Ael.Fr.10, Clem.Al.Paed.3.3.23, Eus.VC 3.55, Hsch., Lib.Or.64.49, Eust.l.c. Sud., κατηγορία τοῦ Γύννιδος tít. de una diatriba perdida de Filóstrato de Lemnos, ref. a Heliogábalo, Philostr.VS 625
•tb. como adj. γ. τοξότης Plu.2.234e.
2 bot. equiseto, cola de caballo, Equisetum telmateia Ehrh., E. fluvitiale L., Ps.Dsc.4.46, 47.
• Etimología: Var. expresiva de γυνή q.u.
Greek Monolingual
γύννις (-ιδος), ο (Α)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γυν-, γυνή, με εκφραστικό, υποκοριστικό διπλασιασμό].
Greek Monotonic
γύννις: -ιδος, ὁ (γυνή), θηλυπρεπής άντρας, σε Θεόκρ.