γυροδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυροδρόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γύρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]].
|mltxt=[[γυροδρόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γύρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γῡροδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡροδρόμος Medium diacritics: γυροδρόμος Low diacritics: γυροδρόμος Capitals: ΓΥΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrodrómos Transliteration B: gyrodromos Transliteration C: gyrodromos Beta Code: gurodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.

German (Pape)

[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).

Greek (Liddell-Scott)

γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.

Greek Monolingual

γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.

Greek Monotonic

γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.