Δηώ: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Δηώ, η (Α)<br />όνομα της Δήμητρας.
|mltxt=Δηώ, η (Α)<br />όνομα της Δήμητρας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Δηώ:''' -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = [[Δημήτηρ]], [[Δήμητρα]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.· επίθ. [[Δηῷος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αφιερωμένος σε αυτήν, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δηώ Medium diacritics: Δηώ Low diacritics: Δηώ Capitals: ΔΗΩ
Transliteration A: Dēṓ Transliteration B: Dēō Transliteration C: Dio Beta Code: *dhw/

English (LSJ)

όος, contr. οῦς, ἡ,

   A = Δημήτηρ, Demeter, first in h.Cer.47,al.; Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant.1121 (lyr.); Δηοῦς ἐσχάραι, καρπός, E.Supp.290, Ar.Pl.515; dat. Δηοῖ Call.Ap.110, IG3.900.3:— Adj. Δηῷος, α, ον, sacred to Demeter, ib.14.1389 ii 5:—Δηωΐνη, ἡ, daughter of Demeter, Persephone, Call.Fr.48.

Greek (Liddell-Scott)

Δηώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = Δημήτηρ, Λατ. Ceres, τὸ πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. Δημ. 47, 211, 492· Ἐλευσίνιας Δηοῦς ἐν κόλποις Σοφ. Ἀντ. 1121, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 290· Δηοῦς καρπὸς Ἀριστοφ. Πλ. 515· δοτ. Δηοῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 458· ― ἐπίθ. Δηῷος, α, ον, ἱερός, ἀφιερωμένος εἰς τὴν Δήμητρα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 50. 5. ― Δηωΐνη, ἡ, θυγάτηρ τῆς Δήμητρος, ἡ Περσεφόνη, Καλλ. Ἀποσπ. 49.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Déô, autre nom de Déméter.
Étymologie: Δη-μήτηρ.

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ

• Morfología: [voc. Δηοῖ h.Cer.492, IG 13.953.1 (V a.C.), AP 6.36 (Phil.); dat. Δηοῖ Call.Ap.110, Theoc.7.3, IG 22.3575.3 (II d.C.)]
Deohipocorístico de Deméter h.Cer.47, S.Ant.1121, Fr.754.3, E.Supp.290, Hel.1343, Ar.Pl.515, Antiph.1.3, Xenarch.1.5, Call.Cer.132, Ap.110, Fr.63.10, Euph.9.14, Theoc.7.3, A.R.4.896, Orph.H.29.5, RKilikien 58.4 (II d.C.), Orác. en ZPE 1.1967.185.13 (Hierápolis II d.C.), 7.1971.207 (Mileto II d.C.), Orác. en Didyma 504.31 (III/IV d.C.), Orác. en Porph.Phil.124.45, Orác. en Theos.Tub.41, Opp.H.2.19, 4.497, Nonn.D.12.210.

Greek Monolingual

Δηώ, η (Α)
όνομα της Δήμητρας.

Greek Monotonic

Δηώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = Δημήτηρ, Δήμητρα, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.· επίθ. Δηῷος, , -ον, αφιερωμένος σε αυτήν, σε Ανθ.