δήμωμα: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(9)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δήμωμα]], το (Α) [[δημούμαι]]<br />η [[τέρψη]] του λαού.
|mltxt=[[δήμωμα]], το (Α) [[δημούμαι]]<br />η [[τέρψη]] του λαού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δήμωμα:''' -ατος, τό ([[δημόομαι]]), λαϊκή [[διασκέδαση]]· χαρίτων [[δαμώματα]], λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμωμα Medium diacritics: δήμωμα Low diacritics: δήμωμα Capitals: ΔΗΜΩΜΑ
Transliteration A: dḗmōma Transliteration B: dēmōma Transliteration C: dimoma Beta Code: dh/mwma

English (LSJ)

   A v. δάμωμα.

Greek (Liddell-Scott)

δήμωμα: τό, τοῦ λαοῦ τέρψις, χαρίτων δαμώματα, ᾄσματα δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Στησίχ. 34 (ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 798)· πρβλ. δημόομαι.

Greek Monolingual

δήμωμα, το (Α) δημούμαι
η τέρψη του λαού.

Greek Monotonic

δήμωμα: -ατος, τό (δημόομαι), λαϊκή διασκέδαση· χαρίτων δαμώματα, λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ.