δίνευμα: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίνευμα]], το (Α) [[δινεύω]]<br /><b>1.</b> (για χορό) κυκλική, περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (για ιππέα) [[ελιγμός]]<br /><b>3.</b> (για ρόμβο) [[περιστροφή]]. | |mltxt=[[δίνευμα]], το (Α) [[δινεύω]]<br /><b>1.</b> (για χορό) κυκλική, περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (για ιππέα) [[ελιγμός]]<br /><b>3.</b> (για ρόμβο) [[περιστροφή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίνευμα:''' [ῑ], τό, [[περιδίνηση]], [[περιστροφή]], [[στροβιλισμός]], λέγεται για τον χορό, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], τό,
A whirling round, esp. in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation, ῥόμβου Orph.H.8.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 631] τό, kreisförmige Umdrehung; Χαρίτων, vom Tanz, Ar. Th. 122; Xen. de re equ. 3, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίνευμα: [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ κίνησις, περιστροφή, ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.
Étymologie: δινεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
astr. rotación, movimiento giratorio de los astros, Epicur.Fr.[26.38] 10, del sol ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων Orph.H.8.7, de los rayos de Zeus βέλος ἁγνὸν ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι sagrado proyectil con giros de inmenso estrépito Orph.H.19.10.
Greek Monolingual
δίνευμα, το (Α) δινεύω
1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση
2. (για ιππέα) ελιγμός
3. (για ρόμβο) περιστροφή.
Greek Monotonic
δίνευμα: [ῑ], τό, περιδίνηση, περιστροφή, στροβιλισμός, λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.