διοιχνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(big3_12)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[pasar]] a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.<i>Eu</i>.315<br /><b class="num">•</b>[[recorrer]] en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas</i> Lyc.10.<br /><b class="num">2</b> intr. [[vagar]] πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ <i>h.Pan</i>.10.
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[pasar]] a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.<i>Eu</i>.315<br /><b class="num">•</b>[[recorrer]] en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas</i> Lyc.10.<br /><b class="num">2</b> intr. [[vagar]] πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ <i>h.Pan</i>.10.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διοιχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιχνέω Medium diacritics: διοιχνέω Low diacritics: διοιχνέω Capitals: ΔΙΟΙΧΝΕΩ
Transliteration A: dioichnéō Transliteration B: dioichneō Transliteration C: dioichneo Beta Code: dioixne/w

English (LSJ)

   A go through, ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315 (anap.), cf. Lyc.10.    II abs., wander about, ἐν πέτρῃσιν h.Hom.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

διοιχνέω: διέρχομαι, διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, οἰχνέω.

Spanish (DGE)

1 tr. pasar a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315
recorrer en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas Lyc.10.
2 intr. vagar πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ h.Pan.10.

Greek Monotonic

διοιχνέω: μέλ. -ήσω,
I. διέρχομαι, περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.
II. απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν.