δυσεξαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα εξαπατάται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα εξαπατάται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξᾰπάτητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξαπατάται, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξᾰπάτητος Medium diacritics: δυσεξαπάτητος Low diacritics: δυσεξαπάτητος Capitals: ΔΥΣΕΞΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexapátētos Transliteration B: dysexapatētos Transliteration C: dyseksapatitos Beta Code: dusecapa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A hard to deceive, Pl.R.413c, X.Ages. 11.12.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu betrügen; Plat. Rep. III, 413 c; Xen. Ages. 11, 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰπάτητος: -ον, δυσκόλως ἐξαπατώμενος, Πλάτ. Πολ. 413C, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tromper.
Étymologie: δυσ-, ἐξαπατάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de engañar, cauto de pers. φύλαξ Pl.R.413c, del enemigo, Plu.Ages.38, c. dat. ἐχθροῖς μὲν δ., φίλοις δὲ εὐπαραπειστότατος X.Ages.11.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξαπάτητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξαπατάται.

Greek Monotonic

δυσεξᾰπάτητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξαπατάται, σε Πλάτ., Ξεν.