δυσκαρτέρητος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκαρτέρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται [[κανείς]]. | |mltxt=[[δυσκαρτέρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται [[κανείς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκαρτέρητος:''' -ον ([[καρτερέω]]), [[δύσκολος]] να υποφερθεί, [[δυσβάστακτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
•irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
•que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.
Greek Monolingual
δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.