δυσανάτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγοςreceive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσανάτρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα ανατρέπεται.
|mltxt=[[δυσανάτρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα ανατρέπεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσανάτρεπτος:''' -ον ([[ἀνατρέπω]]), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάτρεπτος Medium diacritics: δυσανάτρεπτος Low diacritics: δυσανάτρεπτος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dysanátreptos Transliteration B: dysanatreptos Transliteration C: dysanatreptos Beta Code: dusana/treptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to overthrow, δύναμις Plu.Caes.4, cf. Gal. 18(1).604.

German (Pape)

[Seite 675] schwer umzustoßen; δύναμις Plut. Caes. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάτρεπτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à renverser.
Étymologie: δυσ-, ἀνατρέπω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de darse la vuelta fig. difícil de cambiar δύναμις ref. a la influencia política, Plu.Caes.4, λόγος Sch.S.Ai.1108bCh.
neutr. subst. τὸ δ. ... τῆς Ἰησοῦ ψυχῆς Didym.in Ps.148.9.
2 difícil de derribar neutr. compar. como adv. δυσανατρεπτότερον ἵστασθαι Gal.18(1).604.

Greek Monolingual

δυσανάτρεπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ανατρέπεται.

Greek Monotonic

δυσανάτρεπτος: -ον (ἀνατρέπω), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ.