εἰκασμός: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[εἰκασμός]]) [[εικάζω]]<br />[[υπολογισμός]]. | |mltxt=ο (AM [[εἰκασμός]]) [[εικάζω]]<br />[[υπολογισμός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰκασμός:''' ὁ, ([[εἰκάζω]]), [[εικασία]], [[υπόθεση]], πιθανολόγηση, σε Πλούτ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A conjecturing, guessing, D.H.6.71 (pl.); εἰκασμοῦ ἐπίρρημα conjectural adverb (ἴσως), D.T.642.8; ἐξ εἰκασμοῦ λέγειν Str.17.3.1, cf. Plu.Mar.11, Luc. Herm.16.
German (Pape)
[Seite 726] ὁ, die Vermuthung; εἰκασμῷ λέγειν, Ggstz κατὰ βέβαιον ἱστορίαν, Plut. Har. 11; Luc. Hermot. 16.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκασμός: ὁ, τὸ εἰκάζειν, μαντεύειν, συμπεραίνειν, Πλουτ. Μάρ. 11, Λουκ. Ἑρμ. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 conjetura, suposición μὴ δόξαις μήδ' εἰκασμοῖς χρώμενοι D.H.6.71, λέγομεν ἐξ εἰκασμοῦ Str.17.3.1, cf. Plu.Mar.11, Luc.Herm.16, Corp.Herm.Fr.17.6
•gram. τὰ ... εἰκασμοῦ (ἐπιρρήματα) los (adverbios) de duda D.T.642.8, cf. Gramm.Pap.2.100.
2 estimación de la producción de un terreno, de trigo PCair.Zen.147.3 (III a.C.), ἑκατὸν εἰκασμούς cien veces lo estimado, e.e., ciento por uno Aq.Ge.26.12, cf. Ostr.1460.4 (II d.C.).
3 ret., tipo de símil sarcástico en el que la imagen ridiculiza a alguien, Trypho Trop.202, cf. εἴκασμα.
Greek Monolingual
ο (AM εἰκασμός) εικάζω
υπολογισμός.
Greek Monotonic
εἰκασμός: ὁ, (εἰκάζω), εικασία, υπόθεση, πιθανολόγηση, σε Πλούτ., Λουκ.