δωροδόκημα: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δωροδόκημα]])<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] της δωροδοκίας, η [[διαφθορά]]<br /><b>2.</b> το [[δώρο]] που δίνεται για [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί [[κάποιος]].
|mltxt=το (AM [[δωροδόκημα]])<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] της δωροδοκίας, η [[διαφθορά]]<br /><b>2.</b> το [[δώρο]] που δίνεται για [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί [[κάποιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δωροδόκημα:''' -ατος, τό, [[δώρο]] δωροδοκίας, [[εξαγορά]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδόκημα Medium diacritics: δωροδόκημα Low diacritics: δωροδόκημα Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ
Transliteration A: dōrodókēma Transliteration B: dōrodokēma Transliteration C: dorodokima Beta Code: dwrodo/khma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A acceptance of a bribe, corruption, D.18.20,31.    2 bribe, καταλαβεῖν Pl.Com.119.

German (Pape)

[Seite 695] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδόκημα: τό, τὸ λαμβανόμενον δῶρον ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) δῶρον, καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vénalité.
Étymologie: δωροδοκέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abstr. aceptación de un regalo como soborno, venalidad ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas Aeschin.3.209.
2 concr. soborno ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1.

Greek Monolingual

το (AM δωροδόκημα)
1. το αποτέλεσμα της δωροδοκίας, η διαφθορά
2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία
νεοελλ.
το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος.

Greek Monotonic

δωροδόκημα: -ατος, τό, δώρο δωροδοκίας, εξαγορά, σε Δημ.