ἐκκοβαλικεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκκοβαλικεύομαι]] (Α)<br />[[εξαπατώ]] με τεχνάσματα. | |mltxt=[[ἐκκοβαλικεύομαι]] (Α)<br />[[εξαπατώ]] με τεχνάσματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκοβᾱλικεύομαι:''' αποθ., [[εξαπατώ]] με πανουργίες, με τεχνάσματα, [[κολακεύω]], [[δελεάζω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A cheat by juggling tricks, cajole, dub. in Ar.Eq. 270.
German (Pape)
[Seite 764] durch Koboldstreiche, Kniffe u. dgl. äffen, Ar. Equ. 270, Schol. ἐκπανουργεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοβᾱλικεύομαι: ἀποθ., ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων κττ., δελεάζω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 271.
French (Bailly abrégé)
mystifier.
Étymologie: ἐκ, κόβαλος.
Spanish (DGE)
(ἐκκοβᾱλῐκεύομαι) engatusar γέροντας ἡμᾶς Ar.Eq.270.
Greek Monolingual
ἐκκοβαλικεύομαι (Α)
εξαπατώ με τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐκκοβᾱλικεύομαι: αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα, κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.