ἔκκρουστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔκκρουστος]], -ον (AM)<br />[[έκτυπος]], [[ανάγλυφος]]. | |mltxt=[[ἔκκρουστος]], -ον (AM)<br />[[έκτυπος]], [[ανάγλυφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκκρουστος:''' -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, [[ανάγλυφος]], [[σφυρήλατος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A beaten out, embossed, A.Th.542.
German (Pape)
[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.
Spanish (DGE)
-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.
Greek Monolingual
ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.
Greek Monotonic
ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.