ἔκκρουστος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκκρουστος]], -ον (AM)<br />[[έκτυπος]], [[ανάγλυφος]].
|mltxt=[[ἔκκρουστος]], -ον (AM)<br />[[έκτυπος]], [[ανάγλυφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκκρουστος:''' -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, [[ανάγλυφος]], [[σφυρήλατος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκρουστος Medium diacritics: ἔκκρουστος Low diacritics: έκκρουστος Capitals: ΕΚΚΡΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ékkroustos Transliteration B: ekkroustos Transliteration C: ekkroustos Beta Code: e)/kkroustos

English (LSJ)

ον,

   A beaten out, embossed, A.Th.542.

German (Pape)

[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.

Spanish (DGE)

-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.

Greek Monolingual

ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.

Greek Monotonic

ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.