ἐμπολητός: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπολητός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, [[αγοραστός]]. | |mltxt=[[ἐμπολητός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, [[αγοραστός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.
Greek Monolingual
ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.
Greek Monotonic
ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.