ἔνδινα: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔνδινα]], τα (Α)<br />[[εντόσθια]]. | |mltxt=[[ἔνδινα]], τα (Α)<br />[[εντόσθια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔνδῑνα:''' τά ([[ἔνδον]]), [[εντόσθια]], μέρη του σώματος που περιβάλλονται από οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
τά,
A entrails, ὁππότερός κε φθῇσιν... ψαύσῃ δ' ἐνδίνων Il.23.806.
German (Pape)
[Seite 834] τά, das Innere, ψαύειν ἐνδίνων Il. 23, 806, entweder Eingeweide oder die unter dem Panzer verborgenen Theile.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῑνα: τά, τὰ ἐντόσθια, Λατ. intestina, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 806, ὁππότερός κε φθῇσιν..., ψαύσῃ δ’ ἐνδίνων, ὁ λόγος περὶ πλαστῆς μάχης. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἔννοια αὕτη ἁρμόζει μᾶλλον εἰς ἀληθῆ μάχην, οἱ παλαιοὶ ἡρμήνευον τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν: «τῶν ἐντὸς ὅπλων μελῶν» (Σχόλ.)· ἀλλ’ ἴσως ὁ Heyne ἔχει δίκαιον θεωρῶν τὸν στίχον ὡς παρεγγεγραμμένον (ἐκ τοῦ ἐν, ἔνδον, πρβλ. ἔντερα).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
intestins.
Étymologie: ἔνδον.
Spanish (DGE)
(ἔνδῑνα) -ων, τά
• Grafía: graf. ἐνδει- Apollon.Lex.68.30
entrañas, intestinos, Il.23.806, cf. Apollon.l.c.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔνδῑνα: τά (ἔνδον), εντόσθια, μέρη του σώματος που περιβάλλονται από οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ.