ἐναιμήεις: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(11)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναιμήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του [[αίμα]], ο [[γεμάτος]] με [[αίμα]].
|mltxt=[[ἐναιμήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του [[αίμα]], ο [[γεμάτος]] με [[αίμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐναιμήεις:''' -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναιμήεις Medium diacritics: ἐναιμήεις Low diacritics: εναιμήεις Capitals: ΕΝΑΙΜΗΕΙΣ
Transliteration A: enaimḗeis Transliteration B: enaimēeis Transliteration C: enaimieis Beta Code: e)naimh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = sq.,

   A κέντρα μύωπος AP6.233 (Maec.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιμήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπόμ., Ἀνθ. Π. 6. 233.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
ensangrentado κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος AP 6.233 (Maec.).

Greek Monolingual

ἐναιμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα.

Greek Monotonic

ἐναιμήεις: -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.