ἐλαΐνεος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλαΐνεος]], -α, -ον (Α)<br />ἐλάινος<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] [[ελιάς]].
|mltxt=[[ἐλαΐνεος]], -α, -ον (Α)<br />ἐλάινος<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] [[ελιάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλᾱΐνεος:''' -α, -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾱΐνεος Medium diacritics: ἐλαΐνεος Low diacritics: ελαΐνεος Capitals: ΕΛΑΪΝΕΟΣ
Transliteration A: elaḯneos Transliteration B: elaineos Transliteration C: elaineos Beta Code: e)lai/+neos

English (LSJ)

α, ον, = sq.,

   A ῥόπαλον Od.9.320; μοχλός ib.394.

German (Pape)

[Seite 788] = Folgdm, Od. 9, 320. 394 u. sp. D., wie Phani. 4 (VI, 297).

French (Bailly abrégé)

η ion., ον :
d’olivier, en bois d’olivier.
Étymologie: ἐλαία.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de olivo ῥόπαλον Od.9.320, μοχλός Od.9.394, κλάδος Maced.Paean 3, ξόανα hex. en PLouvre 93.14, σχίζα Orph.L.130.

Greek Monolingual

ἐλαΐνεος, -α, -ον (Α)
ἐλάινος
ο κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς.

Greek Monotonic

ἐλᾱΐνεος: -α, -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.