ἐνηβητήριον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνηβητήριον]], το (Α)<br />[[τόπος]] διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο [[εἶναι]] ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένηβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήριον</i>]. | |mltxt=[[ἐνηβητήριον]], το (Α)<br />[[τόπος]] διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο [[εἶναι]] ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένηβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήριον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνηβητήριον:''' τό ([[ἡβάω]]), [[τόπος]] διασκέδασης, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A place of amusement, Hdt.2.133, Ael.NA11.10.
German (Pape)
[Seite 840] τό, Vergnügungsort; Her. 2, 133; Ael. N. A. 11, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηβητήριον: τό, τόπος διασκεδάσεως, Ἡρόδ. 2. 133, ἔνθα ἴδε Valck.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de récréation juvénile.
Étymologie: ἐν, ἡβάω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar de recreo o diversión Hdt.2.133, Ael.NA 11.10.
Greek Monolingual
ἐνηβητήριον, το (Α)
τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + -τήριον].