ἐξονομακλήδην: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξονομακλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ονομαστικά, με τ' όνομά του («[[ἐξονομακλήδην]] ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνομα καλείν</i>]. | |mltxt=[[ἐξονομακλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ονομαστικά, με τ' όνομά του («[[ἐξονομακλήδην]] ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνομα καλείν</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξονομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά του, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A by name, ἐ. ὀνομάζων Il.22.415; ἐκ δ' ὀ. Od.4.278; ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250; προκαλεῖσθαι Critias 6.8 D.
German (Pape)
[Seite 887] bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσθαι Critias bei Ath. X, 432 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, οἷον, σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), ὀνομαστί, ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐξονομακλήδην αὐτόθι Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. ὀνομακλήδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en appelant par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα, καλέω, -δην.
English (Autenrieth)
calling out the name, by name, Il. 22.415.
Greek Monolingual
ἐξονομακλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικά, με τ' όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν].
Greek Monotonic
ἐξονομακλήδην: επίρρ. (καλέω), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά του, σε Όμηρ.