ἐμφέρβομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(11)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμφέρβομαι]] και ποιητ. τ. [[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />[[βόσκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐμφέρβομαι]] και ποιητ. τ. [[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />[[βόσκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμφέρβομαι:''' ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., [[νέμομαι]], τρέφομαι σε ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφέρβομαι Medium diacritics: ἐμφέρβομαι Low diacritics: εμφέρβομαι Capitals: ΕΜΦΕΡΒΟΜΑΙ
Transliteration A: emphérbomai Transliteration B: empherbomai Transliteration C: emfervomai Beta Code: e)mfe/rbomai

English (LSJ)

poet. ἐνιφ-, Pass.,

   A feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.

Greek Monolingual

ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.