ἐμφέρβομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμφέρβομαι]] και ποιητ. τ. [[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />[[βόσκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐμφέρβομαι]] και ποιητ. τ. [[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />[[βόσκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμφέρβομαι:''' ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., [[νέμομαι]], τρέφομαι σε ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. ἐνιφ-, Pass.,
A feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.
Greek Monolingual
ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.