ἐπικαταρρέω: Difference between revisions
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(13) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικαταρρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για χυμούς) ρέω, [[κυλώ]] από το [[κεφάλι]] στα υπόλοιπα μέρη του σώματος<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐπικαταρρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για χυμούς) ρέω, [[κυλώ]] από το [[κεφάλι]] στα υπόλοιπα μέρη του σώματος<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαταρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3. II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.
Greek Monolingual
ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.