ἐργοδότης: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM [[ἐργοδότης]]<br />Μ θηλ. ἐργοδότρια)<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με [[σχέση]] εργασίας ιδιωτικού δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἡ ἐργοδότρια</i><br />η υπεύθυνη μοναστηριού για την [[κατανομή]] τών έργων στις μοναχές. | |mltxt=ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM [[ἐργοδότης]]<br />Μ θηλ. ἐργοδότρια)<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με [[σχέση]] εργασίας ιδιωτικού δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἡ ἐργοδότρια</i><br />η υπεύθυνη μοναστηριού για την [[κατανομή]] τών έργων στις μοναχές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐργοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που παρέχει [[εργασία]], αντίθ. προς το [[ἐργολάβος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who farms out work, X.Cyr. 8.2.5, CIG3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326 ; incorrectly used of workmen, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 1020] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ ἐργολάβος, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui donne leur tâche aux ouvriers.
Étymologie: ἔργον, δίδωμι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM ἐργοδότης
Μ θηλ. ἐργοδότρια)
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
μσν.
ἡ ἐργοδότρια
η υπεύθυνη μοναστηριού για την κατανομή τών έργων στις μοναχές.
Greek Monotonic
ἐργοδότης: -ου, ὁ, αυτός που παρέχει εργασία, αντίθ. προς το ἐργολάβος, σε Ξεν.