ἑρμηνευτικός: Difference between revisions
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑρμηνευτικός]], -ή, -όν)<br />[[ερμηνευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει ο [[αρμόδιος]] για [[ερμηνεία]] («ερμηνευτικά σχόλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερμηνευτική [[δύναμη]]» — η [[δύναμη]] εκφράσεως, το [[δώρο]], το [[τάλαντο]] του ύφους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ερμηνευτική</i><br />[[ένας]] από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] τών φιλολογικών κειμένων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερμηνευτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[ερμηνεία]], διασαφητικά. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑρμηνευτικός]], -ή, -όν)<br />[[ερμηνευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει ο [[αρμόδιος]] για [[ερμηνεία]] («ερμηνευτικά σχόλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερμηνευτική [[δύναμη]]» — η [[δύναμη]] εκφράσεως, το [[δώρο]], το [[τάλαντο]] του ύφους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ερμηνευτική</i><br />[[ένας]] από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] τών φιλολογικών κειμένων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερμηνευτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[ερμηνεία]], διασαφητικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑρμηνευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[αρμόδιος]] προς [[ερμηνεία]], [[εξηγητικός]], [[διερμηνευτικός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for interpreting: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Plt.260d; διάλεκτος ἑ. τινός Id.Def. 414d; λόγος Ph.1.58; ἑ. δύναμις power of expression, gift of style, Luc.Hist. Conscr.34, Theod.(?)ap.Nicol.Prog.p.2F.
German (Pape)
[Seite 1032] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, δύναμις Luc. hist. conscr. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. δύναμις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’interprétation.
Étymologie: ἑρμηνεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑρμηνευτικός, -ή, -όν)
ερμηνευτής
1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια»)
2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» — η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο του ύφους
3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική
ένας από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ερμηνεία τών φιλολογικών κειμένων.
επίρρ...
ερμηνευτικώς και -ά
με ερμηνεία, διασαφητικά.
Greek Monotonic
ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος προς ερμηνεία, εξηγητικός, διερμηνευτικός, σε Λουκ.