εὐανορία: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐανορία]], ἡ (Α)<br />δωρ. τ., <b>βλ.</b> [[ευηνορία]]. | |mltxt=[[εὐανορία]], ἡ (Α)<br />δωρ. τ., <b>βλ.</b> [[ευηνορία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐᾱνορία:''' ἡ, Δωρ. αντί [[εὐηνορία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Dor. for εὐηνορία.
German (Pape)
[Seite 1056] ἡ, dor. für εὐηνορία.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱνορία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐηνορία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mâle vigueur, courage;
2 abondance d’hommes forts, courageux, etc.
Étymologie: εὐήνωρ.
English (Slater)
εὐᾱνορία pl.,
1 hosts of noble men αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν (O. 5.20)
Greek Monolingual
εὐανορία, ἡ (Α)
δωρ. τ., βλ. ευηνορία.
Greek Monotonic
εὐᾱνορία: ἡ, Δωρ. αντί εὐηνορία.