εὐγενέτης: Difference between revisions
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐγενέτης]] και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. [[εὐγενέτειρα]] και εὐγενέτις (Α)<br />ο [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γενέτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αει</i>-[[γενέτης]])]. | |mltxt=[[εὐγενέτης]] και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. [[εὐγενέτειρα]] και εὐγενέτις (Α)<br />ο [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γενέτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αει</i>-[[γενέτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐγενέτης:''' -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.· θηλ. [[εὐγενέτειρα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, Dor. -έτας, ὁ, = sq., used by E. in lyr., Ion 1060, al., cf. Tim.Pers.219, AP12.195 (Strat.):—fem. εὐγεν-έτειρα, ib.9.788, IG14.192 (Syracuse); alsoεὐγεν-έτις, prob. in IG 5(1).259 (Sparta).
German (Pape)
[Seite 1059] ὁ, = εὐγενής, Eur. Phoen. 1510 u. öfter; auch adj., Ion 1060 u. sp. D., wie παῖδες Strat. 37 (XII, 195); vgl. Leon. Al. 27 (IX, 344).
Greek (Liddell-Scott)
εὐγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Εὐρ. Ἴων 1060, Ἀνδρ. 771, Φοίν. 1510, κτλ.· θηλ. εὐγενέτειρα, Ἀνθ. Π. 9. 788.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de noble naissance.
Étymologie: εὖ, γένος.
Greek Monolingual
εὐγενέτης και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. εὐγενέτειρα και εὐγενέτις (Α)
ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γενέτης (πρβλ. αει-γενέτης)].
Greek Monotonic
εὐγενέτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.· θηλ. εὐγενέτειρα, σε Ανθ.