εὔκρηνος: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>]. | |mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔκρηνος:''' -ον ([[κρήνη]]), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται [[καλά]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. also ἐΰκρηνος-, ον, (κρήνη)
A well-watered, πέτρη APl.4.230 (Leon.); with fair fountains, πτολίεθρον Call.Aet.3.1.72.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρηνος: -ον, (κρήνη) ἔχων κρήνας ὡραίας, καλοὺς πίδακας, καλῶς ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 330.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles sources.
Étymologie: εὖ, κρήνη.
Greek Monolingual
εὔκρηνος, -ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες
2. αυτός που αρδεύεται καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί-κρηνος, καλλί-κρηνος].
Greek Monotonic
εὔκρηνος: -ον (κρήνη), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται καλά, σε Ανθ.