ἐΰπλειος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐΰπλειος]], -είη, -ον (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br />καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε [[έπειτα]] [[κάτω]] την καλογεμισμένη [[σακούλα]], <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλείος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[γεμίζω]]»)].
|mltxt=[[ἐΰπλειος]], -είη, -ον (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br />καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε [[έπειτα]] [[κάτω]] την καλογεμισμένη [[σακούλα]], <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλείος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[γεμίζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐΰπλειος:''' -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰπλειος Medium diacritics: ἐΰπλειος Low diacritics: εΰπλειος Capitals: ΕΫΠΛΕΙΟΣ
Transliteration A: eǘpleios Transliteration B: eupleios Transliteration C: eypleios Beta Code: e)u/+pleios

English (LSJ)

η, ον,

   A well filled, κὰδδ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Od.17.467.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΰπλειος: -α, -ον, καλῶς πεπληρωμένος, κὰδ δ’ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Ὀδ. Ρ. 467.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq.
bien rempli.
Étymologie: εὖ, πλεῖος.

Greek Monolingual

ἐΰπλειος, -είη, -ον (Α)
(επικ. τ.)
καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)].

Greek Monotonic

ἐΰπλειος: -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.