εὐθύδικος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύδικος]], -ον)<br />αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθύδικον</i><br />η [[ευθυδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>δικος</i>, [[κατά]]-<i>δικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύδικος]], -ον)<br />αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθύδικον</i><br />η [[ευθυδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>δικος</i>, [[κατά]]-<i>δικος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδῐκος Medium diacritics: εὐθύδικος Low diacritics: ευθύδικος Capitals: ΕΥΘΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: euthýdikos Transliteration B: euthydikos Transliteration C: efthydikos Beta Code: eu)qu/dikos

English (LSJ)

ον,

   A righteous-judging, B.5.6, A.Ag.761 (lyr.), AP6.346 (Anacr.).    II εὐθύδικον, τό, = εὐθυδικία, IG5(2).357.25 (Stymphalus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1070] gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐθυδίκαι, richtiger εὐθύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύδῐκος: -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
simplement ou strictement juste.
Étymologie: εὐθύς, δίκη.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθύδικος, -ον)
αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον
η ευθυδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -δικος < δίκη (πρβλ. ά-δικος, κατά-δικος)].

Greek Monotonic

εὐθύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.