ἐφηβεύω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφηβεύω]] (Α) [[έφηβος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έφηβος]], [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> «oἱ ἐφηβεύσαντες» — αυτοί που έχουν γίνει έφηβοι<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐφηβεῡον</i><br />οι έφηβοι.
|mltxt=[[ἐφηβεύω]] (Α) [[έφηβος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έφηβος]], [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> «oἱ ἐφηβεύσαντες» — αυτοί που έχουν γίνει έφηβοι<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐφηβεῡον</i><br />οι έφηβοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφηβεύω:''' ([[ἔφηβος]]), [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφηβεύω Medium diacritics: ἐφηβεύω Low diacritics: εφηβεύω Capitals: ΕΦΗΒΕΥΩ
Transliteration A: ephēbeúō Transliteration B: ephēbeuō Transliteration C: efiveyo Beta Code: e)fhbeu/w

English (LSJ)

   A to be an ἔφηβος, arrive at man's estate, Str.14.1.18, Paus.7.27.5, Artem.1.54; οί ἐφηβεύσαντες those who have undergone the ephebic training, IG22.665, etc., cf. Hp.Ep.25; τὸ ἐφηβεῦον, = οἱ ἔφηβοι, Hld. 7.8.

German (Pape)

[Seite 1116] ein ἔφηβος sein, zum Jünglingsalter gelangen, Artemid. 1, 54; τὸ ἐφηβεῦον τῆς πόλεως, = οἱ ἔφηβοι, Hel. 7, 8; auch die Uebungen der Jünglinge anstellen, Paus. 7, 27, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφηβεύω: εἶμαι ἔφηβος, φθάνω εἰς ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Παυσ. 7. 27, 5, Ἀρτεμίδ. 1. 54· οἱ ἐφηβεύσαντες, οἱ γενόμενοι ἔφηβοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 265, 272Β, 275-6, κ. ἀλλ.· τὸ ἐφηβεῦον = οἱ ἔφηβοι, Ἡλιόδ. 7. 8.

French (Bailly abrégé)

1 être adolescent;
2 se livrer aux exercices de l’adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Greek Monolingual

ἐφηβεύω (Α) έφηβος
1. είμαι έφηβος, φθάνω στην εφηβική ηλικία
2. επιγρ. «oἱ ἐφηβεύσαντες» — αυτοί που έχουν γίνει έφηβοι
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐφηβεῡον
οι έφηβοι.

Greek Monotonic

ἐφηβεύω: (ἔφηβος), φθάνω στην εφηβική ηλικία.