εὐρύνωτος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρύνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ευρέα [[νώτα]], φαρδιές πλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νώτα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-<i>νωτος</i>, <i>υψηλό</i>-<i>νωτος</i>].
|mltxt=[[εὐρύνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ευρέα [[νώτα]], φαρδιές πλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νώτα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-<i>νωτος</i>, <i>υψηλό</i>-<i>νωτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύνωτος:''' -ον ([[νῶτον]]), αυτός που έχει εκτεταμένα [[νώτα]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύνωτος Medium diacritics: εὐρύνωτος Low diacritics: ευρύνωτος Capitals: ΕΥΡΥΝΩΤΟΣ
Transliteration A: eurýnōtos Transliteration B: eurynōtos Transliteration C: evrynotos Beta Code: eu)ru/nwtos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A broad-backed, φῶτες S.Aj.1251.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Rücken, Soph. Ai. 1230.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύνωτος: -ον, ἔχων εὐρέα νῶτα, φῶτες Σοφ. Αἴ. 1251.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large dos.
Étymologie: εὐρύς, νῶτος.

Greek Monolingual

εὐρύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ-νωτος, υψηλό-νωτος].

Greek Monotonic

εὐρύνωτος: -ον (νῶτον), αυτός που έχει εκτεταμένα νώτα, σε Σοφ.