ἐχθροδαίμων: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχθροδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισείται από τους θεούς, ο [[θεομίσητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]]. | |mltxt=[[ἐχθροδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισείται από τους θεούς, ο [[θεομίσητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐχθροδαίμων:''' -ον, [[θεομίσητος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A hated of the gods, S.OT816.
German (Pape)
[Seite 1125] ονος, den Göttern verhaßt, unglückselig, Soph. O. R. 816.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθροδαίμων: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν μισούμενος, θεομισής, τίς ἐχθροδαίμων μᾶλλον ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Σοφ. Ο. Τ. 816.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
haï des dieux ; infortuné.
Étymologie: ἐχθρός, δαίμων.
Greek Monolingual
ἐχθροδαίμων, -ον (Α)
αυτός που μισείται από τους θεούς, ο θεομίσητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + δαίμων.
Greek Monotonic
ἐχθροδαίμων: -ον, θεομίσητος, σε Σοφ.