ζηλωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζηλωτικός]], -ή, -όν (AM) [[ζηλωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιοζήλευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[ζηλωτής]]<br /><b>2.</b> [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζηλωτικόν</i><br />ο [[ζήλος]]. | |mltxt=[[ζηλωτικός]], -ή, -όν (AM) [[ζηλωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αξιοζήλευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[ζηλωτής]]<br /><b>2.</b> [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζηλωτικόν</i><br />ο [[ζήλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζηλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] ζήλο ή ενθουσιασμό για [[κάτι]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.
German (Pape)
[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ περί τι αὐτόθι 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d’ardeur, de zèle, d’émulation.
Étymologie: ζηλωτός.
Greek Monolingual
ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.
Greek Monotonic
ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.