ζῳοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />engendrer des êtres vivants.<br />'''Étymologie:''' [[ζῷον]], [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br />engendrer des êtres vivants.<br />'''Étymologie:''' [[ζῷον]], [[ποιέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζῳοποιέω:''' ([[ζῷον]]), μέλ. <i>—ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]], [[γεννώ]] ζώα, σε Αριστ., Λουκ. <b>II.ζωο-[[ποιέω]]</b> ([[ζωός]]), κάνω κάποιον ζωντανό, [[παρέχω]] [[ζωή]], [[ζωογονώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1144] lebende Wesen, Junge hervorbringen, Arist. H. A. 5, 27; Luc. V. H. 1, 22 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des êtres vivants.
Étymologie: ζῷον, ποιέω.

Greek Monotonic

ζῳοποιέω: (ζῷον), μέλ. —ήσω,
I. παράγω, γεννώ ζώα, σε Αριστ., Λουκ. II.ζωο-ποιέω (ζωός), κάνω κάποιον ζωντανό, παρέχω ζωή, ζωογονώ, σε Καινή Διαθήκη