ἡμίπνοος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_17) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίπνοος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255. | |lstext='''ἡμίπνοος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμίπνοος:''' -ον ([[πνέω]]), [[μισοπεθαμένος]], αυτός που πνέει, ζει με μισή [[αναπνοή]], σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ἡμίπνους, ουν,
A half-breathing, half-alive, Batr.252, Gal.UP6.3.
German (Pape)
[Seite 1169] zsgzgn ἡμίπνους, halb athmend, d. i. halb todt, Batrach. 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπνοος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.
Greek Monotonic
ἡμίπνοος: -ον (πνέω), μισοπεθαμένος, αυτός που πνέει, ζει με μισή αναπνοή, σε Βατραχομ.