θέμιστα: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(6_12)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέμιστα''': θέμιστας, ἴδε ἐν λ. [[θέμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θέμιστα]]˙ ἔννομα, [[νόμιμα]]»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
|lstext='''θέμιστα''': θέμιστας, ἴδε ἐν λ. [[θέμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θέμιστα]]˙ ἔννομα, [[νόμιμα]]»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέμιστα:''' θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του [[θέμις]].
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμιστα Medium diacritics: θέμιστα Low diacritics: θέμιστα Capitals: ΘΕΜΙΣΤΑ
Transliteration A: thémista Transliteration B: themista Transliteration C: themista Beta Code: qe/mista

English (LSJ)

θέμιστας,

   A v. θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα˙ ἔννομα, νόμιμα»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».

Greek Monotonic

θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.