θαυμαστέος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(Bailly1_3) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θαυμάζω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θαυμάζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θαυμαστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[θαυμάζω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. <i>θαυμαστέον</i>, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be wondered at, ἐκεῖνο θ., ὡς . . Pl.Plt.302a. II neut. θαυμαστέον one must wonder, εἰ . . E.Hel.85, cf. 499, Phld.Rh.2.27 S., etc.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θαυμάζη τις, Πλάτ. Πολιτ. 302Α. ΙΙ. οὐδ. θαυμαστέον, πρέπει τις νὰ θαυμάζῃ ἢ -σῃ, Εὐρ. Ἑλλ. 85, 499.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de θαυμάζω.
Greek Monotonic
θαυμαστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του θαυμάζω,
I. αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ.
II. ουδ. θαυμαστέον, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ.