θωρηκοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θωρηκοφόρος]], -ον (Α)<br />ιων. τ. του [[θωρακοφόρος]]. | |mltxt=[[θωρηκοφόρος]], -ον (Α)<br />ιων. τ. του [[θωρακοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θωρηκοφόρος:''' -ον, Ιων. αντί [[θωρακοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, Ion. for θωρακοφόρος.
German (Pape)
[Seite 1230] ion. = θωρακοφόρος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θωρακοφόρος.
Greek Monolingual
θωρηκοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. του θωρακοφόρος.
Greek Monotonic
θωρηκοφόρος: -ον, Ιων. αντί θωρακοφόρος.