εὐήχητος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(15) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐήχητος]] και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευηχής]] («εὐαχήτους ὕμνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θάλασσα]]) [[ηχηρός]], [[βουερός]] («εὐάχητος [[πόντος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχητός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχώ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχή</i> «[[ήχος]]»]. | |mltxt=[[εὐήχητος]] και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευηχής]] («εὐαχήτους ὕμνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θάλασσα]]) [[ηχηρός]], [[βουερός]] («εὐάχητος [[πόντος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχητός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχώ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχή</i> «[[ήχος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήχητος:''' Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον ([[ἠχέω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται [[καλά]], [[εύηχος]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται [[δυνατά]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. εὐάχ- [ᾱ], ον, = foreg.,
A ὕμνοι E.Ion884 (lyr.); loud-sounding, πόντος Id.Hipp.1272 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐήχητος: Δωρ. εὐάχητος ᾱ, ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἴων 884· μεγάλως ἠχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1272.
Greek Monolingual
εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)
1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.)
2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»].
Greek Monotonic
εὐήχητος: Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον (ἠχέω), αυτός που ηχεί, ακούγεται καλά, εύηχος, μελωδικός, σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται δυνατά, στον ίδ.