ἱππώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππώδης]], -ες (ΑΜ) [[ίππος]]<br />όμοιος με ίππο.
|mltxt=[[ἱππώδης]], -ες (ΑΜ) [[ίππος]]<br />όμοιος με ίππο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππώδης Medium diacritics: ἱππώδης Low diacritics: ιππώδης Capitals: ΙΠΠΩΔΗΣ
Transliteration A: hippṓdēs Transliteration B: hippōdēs Transliteration C: ippodis Beta Code: i(ppw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A horse-like, X.Eq.1.11 (Comp.), Poll.1.192; κεφαλή Hippiatr.14.

German (Pape)

[Seite 1262] ες, pferdeähnlich, Xen. de re equ. 1, 11, im compar., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἵππῳ, Ξεν. Ἱππ. 1, 11, Πολυδ. Α΄, 192.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble au cheval, de la nature du cheval.
Étymologie: ἵππος, -ωδης.

Greek Monolingual

ἱππώδης, -ες (ΑΜ) ίππος
όμοιος με ίππο.

Greek Monotonic

ἱππώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άλογο, σε Ξεν.