ἰσχαλέος: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχαλέος]], -α, -ον (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]], [[μηδαμινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ισχνός]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i>]. | |mltxt=[[ἰσχαλέος]], -α, -ον (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]], [[μηδαμινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ισχνός]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσχᾰλέος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], [[αδύνατος]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἰσχνός,
A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.
German (Pape)
[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.
English (Autenrieth)
(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.
Greek Monolingual
ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].
Greek Monotonic
ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.