καλλίπεπλος: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (AM [[καλλίπεπλος]], ὁ, ἡ)<br />αυτή που [[φορά]] ωραία πέπλα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που [[φορά]] ωραία ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>πεπλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πεπλος</i>]. | |mltxt=ο, η (AM [[καλλίπεπλος]], ὁ, ἡ)<br />αυτή που [[φορά]] ωραία πέπλα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που [[φορά]] ωραία ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>πεπλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πεπλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλίπεπλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που φοράει [[καλά]] ρούχα, όμορφα ενδύματα, σε Πίνδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A with beautiful robe, beautifully clad, of women, Pi.P.3.25, E.Tr. 338(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau voile, au beau vêtement.
Étymologie: καλός, πέπλος.
English (Slater)
καλλῐπεπλος, -ον
nbsp; 1 with lovely robe καλλιπέπλου Κορωνίδος (P. 3.25)
Greek Monolingual
ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ)
αυτή που φορά ωραία πέπλα
αρχ.
αυτή που φορά ωραία ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό-πεπλος, μακρό-πεπλος].
Greek Monotonic
καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, αυτός που φοράει καλά ρούχα, όμορφα ενδύματα, σε Πίνδ., Ευρ.