καρδιόδηκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>]. | |mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καρδιόδηκτος:''' -ον ([[δάκνω]]), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A gnawing the heart, κ. ἐκ γυναικῶν κράτος (prob. for καρδίᾳ δηκτόν) A.Ag.1471 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1326] herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mord ou ronge le cœur.
Étymologie: καρδία, δάκνω.
Greek Monolingual
καρδιόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» — δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό-δηκτος, κυνό-δηκτος].
Greek Monotonic
καρδιόδηκτος: -ον (δάκνω), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.