καρανιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>]. | |mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ο, ἡ,
A beheading, touching the head, κ. δίκαι A.Eu. 186:—also κᾰρᾱν-ιστὴς μόρος E.Rh.817.
German (Pape)
[Seite 1325] ῆρος, ὁ (κάρα, das Verb. καρανίζω findet sich nicht), = Folgdm, δίκαι Aesch. Eum. 177.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m;
c. καρανιστής.
Greek Monolingual
καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].
Greek Monotonic
κᾰρᾱνιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.