κατακελεύω: Difference between revisions
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακελεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] [[σιωπή]]<br /><b>2.</b> [[διατάσσω]]<br /><b>3.</b> (για τον κελευστή) [[δίνω]] τον ρυθμό της κωπηλασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κελεύω]] «[[διατάζω]]»]. | |mltxt=[[κατακελεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] [[σιωπή]]<br /><b>2.</b> [[διατάσσω]]<br /><b>3.</b> (για τον κελευστή) [[δίνω]] τον ρυθμό της κωπηλασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κελεύω]] «[[διατάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατακελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβάλλω]], [[διατάσσω]] [[σιωπή]], σε Αριστοφ.· γενικά, [[προστάζω]], με απαρ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον <i>κελευστήν</i>, [[δίνω]] τα προστάγματα και [[καθορίζω]] τον χρόνο και τον ρυθμό της κωπηλασίας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A command silence, Ar. Av.1273: generally, command, c. inf., Plu.Oth.18 (s. v.l.). 2 of the boatswain, give the time in rowing, Ar.Ra.207.
German (Pape)
[Seite 1352] (s. κελεύω), befehlen; c. inf, Plut. Oth. 18; zurufen, den Ruderern den Takt angeben, Ar. Ran. 208; danach übertr. Av. 1273, nach den Schol. σιγὴν πρόσταξον.
Greek (Liddell-Scott)
κατακελεύω: ἐπιβάλλω, ἐπιτάττω σιωπήν, κατακέλευσον = σιγήν πρόσταξον, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273· καθόλου, ἐπιτάττω, διατάττω, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Ὄθων 18. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ κελευστοῦ, δίδω τὰ προστάγματα καὶ ὁδηγῶ εἰς τὸν χρόνον ἢ ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 208.
French (Bailly abrégé)
1 faire faire silence ; commander avec inf.;
2 particul. marquer la mesure pour les rameurs.
Étymologie: κατά, κελεύω.
Greek Monolingual
κατακελεύω (Α)
1. επιβάλλω σιωπή
2. διατάσσω
3. (για τον κελευστή) δίνω τον ρυθμό της κωπηλασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κελεύω «διατάζω»].
Greek Monotonic
κατακελεύω: μέλ. -σω,
I. επιβάλλω, διατάσσω σιωπή, σε Αριστοφ.· γενικά, προστάζω, με απαρ., σε Πλούτ.
II. λέγεται για τον κελευστήν, δίνω τα προστάγματα και καθορίζω τον χρόνο και τον ρυθμό της κωπηλασίας, σε Αριστοφ.