κακόπους: Difference between revisions
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόπους]], ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («[[κακόπους]] ἱππος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-[[πους]], <i>στερεό</i>-[[πους]]]. | |mltxt=[[κακόπους]], ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («[[κακόπους]] ἱππος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-[[πους]], <i>στερεό</i>-[[πους]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[κακά]] πόδια, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.
German (Pape)
[Seite 1302] ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
qui a de vilains pieds ou des pieds faibles.
Étymologie: κακός, πούς.
Greek Monolingual
κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)
αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό-πους, στερεό-πους].
Greek Monotonic
κᾰκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει κακά πόδια, σε Ξεν.