κενοδοντίς: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κενοδοντίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i>, <i>ὁ</i>]. | |mltxt=[[κενοδοντίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i>, <i>ὁ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κενοδοντίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὀδούς]]), [[ανυπαρξία]] δοντιών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A toothless, AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.
Greek Monolingual
κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ὁ].