κοπτός: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοφτός]]. | |mltxt=[[κοπτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοφτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοπτός:''' -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· [[κοπτή]], <i>ἡ</i>, πλακούντας από κοπανισμένο [[σουσάμι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8. II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15. 2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.
Greek Monolingual
κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.
Greek Monotonic
κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, ἡ, πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.