κοσμητός: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσμητός]], -ή, -όν (Α) [[κοσμώ]]<br />καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[κοσμητός]], -ή, -όν (Α) [[κοσμώ]]<br />καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοσμητός:''' -ή, -όν ([[κοσμέω]]), επιμελημένος, [[καλά]] τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.